Κακοσμία στόματος (ή χαλίτωση) ονομάζουμε τη δυσάρεστη οσμή κατά την αναπνοή. Είναι προφανές πως ένα τέτοιο φαινόμενο μπορεί να έχει δυσάρεστες κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις.
Η κακοσμία του στόματος είναι ένα αρκετά συχνό πρόβλημα. Απασχολεί περίπου το 25% του γενικού πληθυσμού και κυρίως άτομα άνω των 20 ετών.
Χαρακτηρίζεται ως πραγματική (αληθής) όταν είναι προφανής και αντιληπτή από τρίτους. Όταν ο ασθενής επιμένει ότι έχει δύσοσμη αναπνοή αλλά αυτή δεν αναγνωρίζεται από τρίτους πρόκειται για ψευδοχαλίτωση ή χαλιτοφοβία η οποία σχετίζεται με καταστάσεις ψυχογενούς αιτιολογίας (όπως κατάθλιψη, σχιζοφρένεια κλπ).
Πού οφείλεται;
Η πραγματική κακοσμία διακρίνεται σε φυσιολογική και παθολογική.
Φυσιολογική θεωρείται η παροδική κακοσμία που παρατηρείται:
- κατά το πρωινό ξύπνημα και παρέρχεται μετά την εφαρμογή στοματικής υγιεινής,
- μετά τη λήψη συγκεκριμένων τροφών που περιέχουν δύσοσμες θειούχες ενώσεις (όπως σκόρδο, κρεμμύδι, καρυκεύματα),
- σε καπνιστές,
- σε άτομα που καταναλώνουν αλκοόλ,
- σε γυναίκες κατά την έμμηνο ρύση,
- σε άτομα μετά από παρατεταμένη περίοδο νηστείας.
Η παθολογική κακοσμία στην πλειονότητα (85%) των περιπτώσεων της οφείλεται σε αίτια που εντοπίζονται στη στοματική κοιλότητα και σχετίζονται με τη συσσώρευση μικροβίων.
Τα συνηθέστερα αίτια της παθολογικής κακοσμίας είναι:
- επίχρισμα της γλώσσας,
- πτωχή στοματική υγιεινή,
- αυλακωτή ή τριχωτή γλώσσα, που ευνοεί τη συσσώρευση αναερόβιων μικροβίων,
- διάφορες μορφές περιοδοντικής νόσου,
- τερηδονισμένα δόντια,
- μετεγχειρητικά τραύματα υπό επούλωση,
- μειωμένη ροή σάλιου,
- έλκη από τοπικά ή συστηματικά νοσήματα,
- οστεομυελίτιδα, οστεονέκρωση,
- νεοπλασία.
Σε μικρό ποσοστό (περίπου στο 10% των περιπτώσεων) η κακοσμία οφείλεται σε εξωστοματικά αίτια, όπως:
- οξεία αμυγδαλίτιδα,
- χρόνια ρινίτιδα και ιγμορίτιδα,
- γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση,
- χρόνια νεφρική ανεπάρκεια (οσμή αμμωνίας),
- αρρύθμιστο διαβήτη (μυρωδιά σάπιου μήλου).
Υπάρχουν, επίσης, φάρμακα που περιέχουν ουσίες, όπως το θείο και το ιώδιο, οι οποίες όταν αποβάλλονται μέσω της αναπνοής προκαλούν κακοσμία.
Πώς αντιμετωπίζεται;
Η αντιμετώπιση της κακοσμίας εξαρτάται από το αίτιο που τη δημιουργεί και ο ασθενής πρέπει να συμβουλευθεί τον ειδικό Στοματολόγο ή τον Οδοντίατρο, ο οποίος θα το προσδιορίσει.
Επειδή στην πλειοψηφία των περιπτώσεων τα αίτια είναι ενδοστοματικά, η αντιμετώπιση περιλαμβάνει:
- σχολαστική στοματική υγιεινή και εξάλειψη της οδοντικής μικροβιακής πλάκας,
- καθαρισμό της ράχης της γλώσσας,
- καθαρισμό κινητών οδοντοστοιχιών,
- θεραπεία νόσων του περιοδοντίου,
- θεραπεία οδοντικών προβλημάτων (τερηδόνες),
- τοπική χρήση χλωρεξιδίνης,
- συστηματική χορήγηση, εφ’ όσον κριθεί απαραίτητο, αντιβιοτικών που δρουν εναντίον gram-αρνητικών βακτηρίων,
- χρήση προβιοτικών ως φυσική μέθοδος τροποποίησης της μικροβιακής χλωρίδας του στόματος.
Σε περιπτώσεις όπου η δυσάρεστη απόπνοια οφείλεται σε εξωστοματικά αίτια κρίνεται απαραίτητη η συνεργασία με ιατρούς άλλων ειδικοτήτων όπως ωτορινολαρυγγολόγο, γαστρεντερολόγο, πνευμονολόγο, ενδοκρινολόγο.